- συνάρχοντας
- ο, Ναυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + άρχοντας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάρχοντας — συνάρχω rule jointly with pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάκων — Όνομα βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. X. ο A’ ο Αγαθός (935 – 961). Ήταν ο νεότερος γιος του βασιλιά Χάραλδου Χάρφαγκρε και μεγάλωσε στην αυλή του βασιλιά της Αγγλίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του γύρισε στη Νορβηγία για να διεκδικήσει τον θρόνο… … Dictionary of Greek
κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… … Dictionary of Greek
κολήγας — και κολήγος και κολέγας, ο (Α κολλήγας) νεοελλ. 1. αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη 2. συνεταίρος, συνεργάτης 3. φίλος αρχ. συνάρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collega. Στην… … Dictionary of Greek
Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… … Dictionary of Greek
Οστιλιανός — (Hostilianus). Ρωμαίος αυτοκράτορας, δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Δέκιου και της Ερεννίας Ετρυσκίλλας. Το πλήρες όνομά του είναι Γάιος Ουάλενς Μέσοιος Κόιντος Ο. Ήταν συνάρχοντας του αυτοκράτορα Γάιου Ουίβιου Τρεβωνιανού Γάλλου. Πέθανε από… … Dictionary of Greek
Τριάκοντα Τύραννοι — Ονομάστηκαν έτσι τα μέλη της κυβέρνησης που επέβαλε ο Λύσανδρος στην Αθήνα το 403 π.Χ., μετά την παράδοσή της στους Σπαρτιάτες, έπειτα από την ήττα στους Αιγός Ποταμούς, που σημείωσε το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Η κυβέρνηση των Τριάκοντα … Dictionary of Greek